Βόρεια Μακεδονία: Πρόγραμμα κατασκευής 100 οινοποιείων

06 Oct 2019, 12:49 | ΚΟΣΜΟΣ

Σοφία Κοντογιάννη

Βόρεια Μακεδονία: Πρόγραμμα κατασκευής 100 οινοποιείων

Facebook Twitter Linkedin
Επενδύσεις

Η Βόρεια Μακεδονία αποτελεί μια σχετικά μικρή αγορά, με συνολικό πληθυσμό, που μόλις ξεπερνά τα δύο εκατομμύρια κατοίκους, ο οποίος, ωστόσο, έχει στην κουλτούρα του την κατανάλωση οίνου.  

Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Οίνου η Βόρεια Μακεδονία έχει ετήσια κατανάλωση οίνου σε λίτρα: 84.000.000, ήτοι κατανάλωση οίνου σε λίτρα ανά κάτοικο: 40,5/ετησίως. Βάσει των στοιχείων του έτους 2017, η Βόρεια Μακεδονία καταλαμβάνει την 36η θέση μεταξύ των χωρών με την μεγαλύτερη κατανάλωση παγκοσμίως και με ποσοστό 0,34% στην παγκόσμια κατανάλωση οίνου.

Το εισαγωγικό καθεστώς στην Βόρεια Μακεδονία είναι αρκετά προστατευτικό ως προς την αγορά του οίνου. Η Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης (ΣΣΣ) μεταξύ Βόρειας Μακεδονίας και Ε.Ε. επιτρέπει την ύπαρξη ενός καθεστώτος που δεν διευκολύνει τις εισαγωγές ευρωπαϊκών κρασιών στην αγορά. Για το λόγο αυτό, σε παγκόσμιο επίπεδο η Βόρεια Μακεδονία τοποθετείται στην 28η θέση ως προς τις εξαγωγές οίνου και στην 173η ως προς τις εισαγωγές. 

Οι εισαγωγές οίνου στην Βόρεια Μακεδονία αν και περιορισμένες, εξ αιτίας του δασμολογικού καθεστώτος, παρουσίασαν συνεχή αυξητική τάση σε όρους ποσότητας  από το 2015, ενώ σε όρους αξίας η τάση ήταν αυξητική έως το 2017, με μικρή πτώση εισαγωγών (5,3%) το 2018.  Σε γενικές γραμμές, εισάγονται στην αγορά της Βόρειας Μακεδονίας, κατά μέσο όρο της τελευταίας τετραετίας, περίπου 235 χιλ. λίτρα οίνου διαφορών τύπων – κυρίως αφρώδους, τα οποία σε αξία φτάνουν τα 555 χιλ. ευρώ.

Οι κυριότερες χώρες προέλευσης ως προς την αξία των εισαγωγών οίνου στην Βόρεια Μακεδονία, σύμφωνα με τα ετήσια στατιστικά στοιχεία του 2018, είναι η Γαλλία (με 186,9 χιλ. ευρώ), η Ιταλία (166 χιλ. ευρώ), η Σλοβενία (71 χιλ ευρώ), η Γερμανία (52,2 χιλ. ευρώ) και η Κροατία 45,5 χιλ. ευρώ), ενώ ως προς την ποσότητα είναι η Σλοβενία (71,6 χιλ. λίτρα), η Κροατία (38,3 χιλ. λίτρα), η Γερμανία (28,5 χιλ. λίτρα), η Σερβία (24,5 χιλ. λίτρα) και το Μαυροβούνιο (16,8 χιλ. λίτρα). Οι ελληνικές εξαγωγές οίνου στην Βόρεια Μακεδονία, παρά τη γειτνίαση των δυο χωρών, είναι αμελητέες.

Πάντως, η εισαγωγή φελλών για τις φιάλες οίνου γίνεται κυρίως από την Ελλάδα, ενώ η εισαγωγή φιαλών από την Κροατία και τη Βουλγαρία και βαρελιών από τη Γαλλία, την Ουγγαρία και τις ΗΠΑ.

Οι αμπελώνες στη χώρα, περιλαμβάνουν τόσο την παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών, όσο και την παραγωγή σταφυλιών οίνου. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για το 2017, η παραγωγή οίνου στη χώρα ανήλθε σε 10.655 εκατ. λίτρα, εκ των οποίων 2.805 εκατ. λίτρα ήταν εμφιαλωμένο κρασί (26% του συνόλου) και 7.850 σε μορφή χύδην (74% του συνόλου). 

Στο πλαίσιο του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η οινοποιία για την Βόρεια Μακεδονία, βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα κατασκευής εκατό μικρών οινοποιείων, για τα οποία το κράτος προσφέρει τα οικόπεδα και οι Δήμοι τα κατασκευαστικά σχέδια, ενώ αναμένονται επενδύσεις σε αυτά από πλευράς ιδιωτών.

Στη Βόρεια Μακεδονία, πέραν της κατανάλωσης στα καταστήματα εστίασης και διασκέδασης, τα κρασιά πωλούνται σε super market, καθώς και σε καταστήματα αποκλειστικής διάθεσης κρασιών (κάβες), όπου εκεί μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποια ποικιλία κυρίως τοπικών αλλά και εισαγόμενων ετικετών. Πρόσφατα, άλλαξε ο νόμος και κατάργησε τον  χρονικό περιορισμό των πωλήσεων στα σημεία λιανικής πώλησης, ο οποίος επέτρεπε τις πωλήσεις οίνου μέχρι το απόγευμα και συγκεκριμένα έως τις 19:00, κατά την περίοδο από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο και μέχρι τις 21:00 από το Μάιο έως το Σεπτέμβριο. 

Οι πωλήσεις και η διανομή στην εγχώρια αγορά γίνονται γενικά από το τμήμα πωλήσεων κάθε οινοποιείου, που ασχολείται άμεσα με τους λιανοπωλητές. Υπάρχουν συγκριτικά λίγοι χονδρέμποροι κρασιού και οινοπνευματωδών ποτών, με αποτέλεσμα να αφήνουν στο κάθε οινοποιείο να αντιμετωπίζει τους εγχώριους λογαριασμούς λιανικής πώλησης "on-premise" και "off-premise".

Η μέση τιμή του εγχώριου ερυθρού οίνου ανέρχεται στα 7-8 περίπου ευρώ ανά μπουκάλι (0,75 λ.), του λευκού οίνου στα 6-7 ευρώ και του ροζέ χαμηλότερα κοντά στα 4-5 ευρώ. Ειδικά στο κόκκινο κρασί υπάρχει σχετικά μεγάλη γκάμα και διακυμάνσεις, καθώς ορισμένες ποιοτικές ετικέτες μπορεί να φτάσουν έως και τα 56 ευρώ, τιμή η οποία είναι εξαιρετικά υψηλή για τα εισοδηματικά δεδομένα της χώρας. Σημειώνονται, πάντως και ιδιαιτέρως χαμηλές τιμές, καθώς στην υπεραγορά ΚΑΜ η χαμηλότερη τιμή είναι 1,6 ευρώ.

Όσον αφορά στον εισαγόμενο οίνο, η παρουσία του στα ράφια των υπεραγορών είναι πολύ περιορισμένη, με εξαίρεση το TINEX DELICATESSEN που απευθύνεται σε μία εισοδηματική ελίτ. Η μέση τιμή του εισαγόμενου κόκκινου κρασιού είναι περίπου 14 ευρώ και του λευκού περίπου 12. Το εισαγόμενο ροζέ κρασί είναι σχετικά σπάνιο και η μέση τιμή ετικέτας γαλλικής προέλευσης φτάνει τα 13-14 ευρώ και ιταλικής προέλευσης τα 10,4 ευρώ.  

Οι τιμές των εισαγόμενων οίνων για τους καταναλωτές είναι υπερδιπλάσιες από τα τοπικά κρασιά στα ράφια. Η σημαντική διαφορά τιμών οφείλεται αναμφισβήτητα στο δασμό 50% καθώς και στο σχετικά μικρό μέγεθος της ποσόστωσης στην εισαγωγή οίνων της ΕΕ στην Βόρεια Μακεδονία. Για το λόγο αυτό στα μικρότερα σούπερ μάρκετ, δεν υπάρχουν καθόλου εισαγόμενα κρασιά.

Η εφαρμογή ενός επιθετικού μάρκετινγκ προς οινόφιλους καταναλωτές και η προώθηση και προβολή της ετικέτας θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα ελληνικά οινοποιεία να προσελκύσουν δυνητικούς καταναλωτές και να διεισδύσουν στο τμήμα της αγοράς που καταλαμβάνεται σήμερα από άλλους εισαγόμενους οίνους. Εξ άλλου οι τιμές των ελληνικών οίνων, εν γένει, δεν θεωρούνται λιγότερο ανταγωνιστικές, σε σύγκριση με τις τιμές των γαλλικών ή των ιταλικών οίνων. Η διαφορά εστιάζεται κυρίως στην «φήμη» των γαλλικών ή των ιταλικών οίνων ανεξαρτήτως ετικέτας.

 

 

 

Facebook Twitter Linkedin

διαβάστε ακόμα

δημοφιλέστερα