Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία στην ελληνική οικονομία  

08 Apr 2022, 08:44 | ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σοφία Κοντογιάννη

Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία στην ελληνική οικονομία  

Facebook Twitter Linkedin
Επενδύσεις

H ελληνική οικονομία προβλέπεται το 2022 να συνεχίσει να αναπτύσσεται, όμως με σαφώς μικρότερο ρυθμό από την αρχική πρόβλεψη (4,8%) λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία όπως τονίζεται στην έκθεση για την περυσινή χρονιά, του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα.

Ο ρυθμός ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ περιορίζεται σε 3,8% στο βασικό σενάριο και 2,8% στο δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αντίστοιχα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το 2022 αναμένεται επιτάχυνση του πληθωρισμού σε 5,2%, με θετική συμβολή όλων των συνιστωσών. Στο δυσμενές σενάριο, προβλέπεται περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού σε 7%. Στην παρούσα φάση οι κίνδυνοι για την οικονομική δραστηριότητα είναι καθοδικοί και συνδέονται κυρίως με την ένταση και τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού ή το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της ανάκαμψης του τουριστικού τομέα.

Για την ελληνική οικονομία, ο πόλεμος την Ουκρανία αποτελεί μία σοβαρή αρνητική διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας βραχυπρόθεσμα και σε περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού. Ειδικότερα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων έχει ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και αναμένεται να επιβραδύνει τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα, η επιβολή αυστηρών οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία δυσχεραίνει τον ενεργειακό εφοδιασμό και το διεθνές εμπόριο, ενώ δημιουργούνται σημαντικές διαταράξεις στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας λόγω προβλημάτων τροφοδοσίας πρώτων υλών σε σημαντικούς βιομηχανικούς κλάδους.

Όσο κλιμακώνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις, παρατηρείται αύξηση της αβεβαιότητας και επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη. Καθώς ο πόλεμος είναι σε εξέλιξη, είναι δύσκολο να αποτιμηθούν με ακρίβεια οι οικονομικές επιπτώσεις της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας, οι οποίες θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια της σύγκρουσης, την τελική της έκβαση και τις αποφάσεις δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Δίαυλοι μετάδοσης των επιδράσεων του ρωσοουκρανικού πολέμου στην ελληνική οικονομία

Οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από τη ρωσοουκρανική κρίση μπορούν να διακριθούν σε άμεσες, στο βαθμό που αφορούν τις διμερείς οικονομικές σχέσεις της Ελλάδος με καθεμία από τις δύο εμπόλεμες χώρες και τη μείωση της ζήτησης ελληνικών εξαγωγών, και έμμεσες, λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και άλλων αγαθών, αλλά και της ανόδου της αβεβαιότητας παγκοσμίως. Οι βασικοί δίαυλοι μετάδοσης αυτών των επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία είναι τρεις:

α) η αύξηση των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων,

β) η μείωση της εξωτερικής ζήτησης ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών και

γ) η άνοδος της αβεβαιότητας και η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

α) Αύξηση των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων

 Η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδος είναι ιδιαίτερα υψηλή. Ειδικότερα, παρά τις προσπάθειες αλλαγής του ενεργειακού μίγματος προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Ελλάδα συνεχίζει να εισάγει πάνω από τα 2/3 της ενέργειας που καταναλώνει, κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το 20% των εισαγωγών πετρελαίου και το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου είναι από τη Ρωσία. Παράλληλα, σημαντικές είναι οι εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών που κατευθύνονται στους κλάδους παραγωγής τροφίμων και βασικών μετάλλων. Οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος διαβίωσης και να περιορίζεται το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών για κατανάλωση.

Επιπλέον, προκαλούνται σημαντικές διαταραχές στην παραγωγή, λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής και μεταφορών, με αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων.

Προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν την παροχή ενδιάμεσων και κεφαλαιακών αγαθών, με δυσμενείς επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, και να προκαλέσουν περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις. Επομένως, οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, οι συνακόλουθες διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου αναμένεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η ένταση των επιπτώσεων αυτών θα εξαρτηθεί από το βαθμό και την ταχύτητα με την οποία οι εγχώριες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να προμηθευθούν τα παραπάνω εμπορεύματα από άλλες αγορές εναλλακτικές της Ρωσίας και της Ουκρανίας, καθώς και από τα διαθέσιμα αποθέματα παγκοσμίως για την κάλυψη της ζήτησης.

 β) Μείωση εξωτερικής ζήτησης ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών

Η άμεση επίδραση στην ελληνική οικονομία λόγω διατάραξης ή και διακοπής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ελλάδος και των εμπόλεμων χωρών θα είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι, αν εξαιρεθεί η εξάρτηση της Ελλάδος από τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, οι εν λόγω συναλλαγές αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό του συνολικού εμπορίου της Ελλάδος σε αγαθά και υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των εμπορευματικών συναλλαγών της τελευταίας τετραετίας (2018-21), οι εξαγωγές της Ελλάδος προς τη Ρωσία δεν ξεπερνούν το 1% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, ενώ οι εισαγωγές από τη Ρωσία χωρίς τα καύσιμα ανέρχονται σε μόλις 1,4% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών. Οι εμπορικές συναλλαγές με την Ουκρανία είναι ακόμη μικρότερες (0,7% και 0,3% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών και εισαγωγών αντίστοιχα).

Στο σύνολο των εισπράξεων από υπηρεσίες, το μερίδιο της Ρωσίας ανερχόταν σε περίπου 2%, ενώ της Ουκρανίας σε μόλις 0,6% κατά την τετραετία πριν την πανδημία (2016-19). Στην περίπτωση της Ρωσίας, πάνω από το 50% των εξαγωγών υπηρεσιών προερχόταν από ταξιδιωτικές υπηρεσίες και περίπου το 40% από υπηρεσίες μεταφορών (κυρίως θαλάσσιες). Αναφορικά με τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, το συνολικό μερίδιο της Ρωσίας και της Ουκρανίας το 2019 δεν ξεπέρασε το 3,5%, ενώ το 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο. Η αρνητική επίδραση από τη διακοπή των συναλλαγών με τη Ρωσία για υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών αναμένεται να είναι περιορισμένη, αφού και σε αυτόν τον τομέα το μερίδιό της είναι μικρό (περί το 2%).

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η επιβάρυνση από τη διατάραξη των εμπορικών συναλλαγών θα είναι μεγαλύτερη σε ορισμένους κλάδους ή δραστηριότητες που έχουν σχετικά υψηλότερη εξάρτηση από εισαγωγές από τη Ρωσία και την Ουκρανία και που θα αντιμετωπίσουν ελλείψεις και αυξημένες τιμές για τα προϊόντα που εισάγουν.

γ) Άνοδος της αβεβαιότητας και επιδείνωση στις διεθνείς και εγχώριες χρηματοπιστωτικές συνθήκες

Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας πλήττει την παγκόσμια εμπιστοσύνη, προκαλώντας άνοδο της μεταβλητότητας τόσο στον πραγματικό τομέα της οικονομίας όσο και στο χρηματοπιστωτικό. Η αύξηση της αβεβαιότητας τροφοδοτεί σημαντικές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης των οικονομιών και την επανεξέταση των επενδυτικών τοποθετήσεων παγκοσμίως, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για επενδυτικά σχέδια που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά και για τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας.

Επιπλέον, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης λόγω της επαναξιολόγησης των κινδύνων διεθνώς οδηγεί σε επιδείνωση των όρων και του κόστους άντλησης νέας χρηματοδότησης για τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και το Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικά σε περίπτωση παρατεταμένης διάρκειας της σύγκρουσης, θα πληγεί σε μεγάλο βαθμό η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα την αναβολή υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων.

 

 
 
 
 
 

 
 
 
 
 
 
 

 
 
 

Facebook Twitter Linkedin

διαβάστε ακόμα

δημοφιλέστερα