Τουρισμός | H καταναλωτική εμπιστοσύνη μειώνεται, οι ταξιδιωτικές δαπάνες αυξάνονται - Η "αξία του τώρα"

20 Jan 2025, 06:10 | ΤΑΣΕΙΣ

Χριστίνα Λαΐνοπούλου

Τουρισμός | H καταναλωτική εμπιστοσύνη μειώνεται, οι ταξιδιωτικές δαπάνες αυξάνονται - Η "αξία του τώρα"

Facebook Twitter Linkedin
Επενδύσεις

Πρωτοφανής στροφή σε αύξηση των καταναλωτικών δαπανών, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και σε αντίθεση με μια φθίνουσα πορεία καταναλωτικής εμπιστοσύνης, καταγράφεται στο σύγχρονο καταναλωτικό κοινό σε ΗΠΑ και Ευρώπη την τελευταία διετία. Η τάση αυτή, δυσκολεύει τις προβλέψεις μιας σειράς διαφορετικών κλάδων, αλλά ανοίγει νέες προοπτικές για άλλους, όπως ο τουρισμός.

Μια τέτοια τάση θα ήταν αδιανόητο εύρημα τα χρόνια πριν από την πανδημία. Για δεκαετίες, η καταναλωτική διάθεση και οι καταναλωτικές δαπάνες χόρευαν με συγχρονισμένα βήματα στο ρυθμό της ευρύτερη οικονομικής συγκυρίας: όταν οι άνθρωποι ένιωθαν αβεβαιότητα για αυτήν, μείωναν τις δαπάνες τους.

Επιστρέφοντας στα σημερινά δεδομένα, με την άνοδο του πληθωρισμού, η καταναλωτική εμπιστοσύνη καταβαραθρώθηκε και δεν έχει καταφέρει ακόμα να ανακάμψει. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις δαπάνες. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα Consumer Wise της McKinsey στην αγορά των ΗΠΑ, ακόμα και εάν προσαρμόσουμε τις δαπάνες στον πληθωρισμό, συνολικά, οι καταναλωτές ξοδεύουν περισσότερα από ό,τι πριν από την πανδημία αλλά πραγματοποιούν μεγαλύτερες δαπάνες από τότε αλλά και από χρόνο σε χρόνο.

Για την ακρίβεια, παρότι η έρευνα δείχνει ότι οι καταναλωτές νιώθουν κάπως πιο αισιόδοξοι για την Αμερικανική οικονομία σε σχέση με τον προηγουμενο χρόνο, η αισιοδοξία τους παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα από την προπανδημική περίοδο, και πάνω από τους μισούς (53%) είτε έχουν μικτά συναισθήματα είτε είναι απαισιόδοξοι για την κατάσταση της οικονομίας.

H καταναλωτική αισιοδοξία μειώθηκε

Ίδια εικόνα καταγράφει η McKinsey και σε αντίστοιχη έκθεσή της για την Ευρωπαϊκή αγορά. Το γ’ τρίμηνο παρατηρείται μια περίπλοκη ψυχοσύνθεση στους καταναλωτές: παρότι υπάρχουν σχετικά θετικές εξελίξεις (ιστορικά χαμηλοί ρυθμοί ανεργίας στην ευρωζώνη στο 6,3%, μικρή άνοδος του πληθωρισμού στο 2% τον Οκτώβριο και αύξηση ΑΕΠ κατά 0,4%) και παρά τα σταθερά εισοδήματα, η καταναλωτική αισιοδοξία μειώθηκε.

Στην έρευνα τρίτου τριμήνου του 2024 για το πώς οι Ευρωπαίοι αξιολογούν την οικονομική κατάσταση το δ’ τρίμηνο, καταγράφονται τα εξής...

-Γαλλία: Παρά τη μέτρια ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, οι καταναλωτές είχαν τα υψηλότερα ποσοστά απαισιοδοξίας από τα τέλη του 2022.

-Γερμανία: Με δεδομένη τη χαμηλή ανάπτυξη και τον υψηλό πληθωρισμό σε σχέση με την ευρωζώνη το τέταρτο τρίμηνο, περισσότεροι καταναλωτές ανέφεραν ότι αισθάνονται απαισιόδοξοι παρά αισιόδοξοι, για πρώτη φορά από τα τέλη του 2023.

-Ην. Βασίλειο: Σημείωσε αύξηση 9 ποσοστιαίων μονάδων των απαισιόδοξων καταναλωτών, πιθανότατα λόγω της απογοήτευσής τους μετά από μια μετεκλογική άνοδο της αισιοδοξίας το καλοκαίρι.

Ωστόσο, όπως και στις ΗΠΑ, η καταναλωτική εμπιστοσύνη δεν ευθυγραμμίζεται με την καταναλωτική συμπεριφορά και λιγότεροι Ευρωπαίοι ανέφεραν ότι έλαβαν μέτρα εξοικονόμησης, όπως η πιο προσεκτική παρακολούθηση των δαπανών, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Το παράδοξο είναι ότι παρά τις θετικές συνθήκες, άλλοι παράγοντες όπως η εθνική πολιτική κατάσταση και οι γεωπολιτικές εντάσεις βαραίνουν τις προοπτικές της κατανάλωσης. Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, τα ζητήματα αυτά μπορεί να ευθύνονται για την αποδυνάμωση της σύνδεσης μεταξύ εμπιστοσύνης και συμπεριφοράς δαπανών αυτό το τρίμηνο.

Τι συμβαίνει;

Γιατί οι καταναλωτές συνεχίζουν να ξοδεύουν χρήματα, παρόλο που παραμένουν απαισιόδοξοι σχετικά με τις ευρύτερες οικονομικές προοπτικές; Φαίνεται ότι έχουμε μπει σε ένα νέο κεφάλαιο καταναλωτικής συμπεριφοράς: την εποχή του «καταναλωτή της αξίας του τώρα» (“value now”).

Κατά τα φαινόμενα, για να αντιμετωπίσουν την απαισιοδοξία τους για την οικονομία, οι καταναλωτές βελτιώνουν τις επιλογές αγορών τους, ξοδεύουν χρήματα με τρόπους που πιστεύουν ότι αποφέρουν το μεγαλύτερο value και αποδίδουν αξία στις αγορές τους με νέους τρόπους. Δεν επιδιώκουν απλώς χαμηλές τιμές, αλλά παίρνουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος για τα χρήματα που δαπανούν, ακροβατώντας μεταξύ συμβιβασμών και υπερβολών στα έξοδα, ανάλογα με την κατηγορία. Παρότι μπορεί να αποφεύγουν τις υπερβολικές δαπάνες, δεδομένης της μειωμένης αισιοδοξίας και των ανησυχιών τους για τις τιμές, φαίνεται ότι έχουν τα μέσα να ξοδέψουν. Και όταν εμπνευστούν πραγματικά, δεν θα διστάσουν να αγοράσουν.

Στο ρυθμό της νέας καταναλωτικής τάσης η ζήτηση για ξενοδοχεία και πτήσεις

Στα μέσα του 2024, οι Αμερικανοί καταναλωτές δήλωναν ότι επρόκειτο να δαπανήσουν λιγότερα στις περισσότερες κατηγορίες δαπανών, όμως η πραγματική κατανάλωση αυξήθηκε. Στο γ΄τρίμηνο του 2024, όλες οι κατηγορίες δαπανών είτε παρέμειναν σε ετήσια βάση σταθερές ή είχαν αυξημένες δαπάνες, με τις δαπάνες για πτήσεις και ξενοδοχεία να βρίσκονται στην υψηλότερη κλίμακα ανόδου, αποτελώντας τις υπηρεσίες με τη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ πρόθεσης και αύξησης της πραγματικής κατανάλωσης.

Αλλά και οι Ευρωπαίοι ανέφεραν κατά το γ’ τρίμηνο του 2024 ότι στο επόμενο, δ’ τρίμηνο, της χρονιάς επρόκειτο να προβούν σε αγορές πιο ακριβών υπηρεσιών από το κανονικό, με τα ταξίδια να είναι η κατηγορία με το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό όσων σκόπευαν να προχωρήσουν σε υψηλότερες του κανονικού δαπάνες (29%), μετά την αγορά ρούχων και τις υπηρεσίες εστίασης.

Ως εκ τούτου, ο τουρισμός είναι ένας από τους κλάδους με το πιο γόνιμο έδαφος για την εγκατάσταση της νέας καταναλωτής συμπεριφοράς.

Το γεγονός αυτό προσθέτει έναν επιπλέον «αστάθμητο παράγοντα» για τον τουρισμό, εφόσον πια η καταναλωτική διάθεση δεν αποτελεί ασφαλές μέτρο για το πώς μπορεί να κινηθούν οι δαπάνες. Ωστόσο σε μια περίοδο προκλήσεων, όπως αυτή που διανύουμε, μπορεί να δώσει καρπούς, που σε άλλες εποχές κρίσεων θα ήταν αδιανόητοι για τον τουρισμό, καθώς, όπως αποτυπώνεται και στην πορεία του Ελληνικού τουρισμού την τελευταία διετία, η ζήτηση για ταξίδια αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανθεκτική.

Τι έχει να αποκομίσει ο Ελληνικός τουρισμός

Παρότι κανείς δε μπορεί να αποκλείσει τις διακυμάνσεις που μπορεί να έχει η νέα καταναλωτική τάση, η Ελλάδα ως τουριστική οικονομία μπορεί να υπολογίζει στα θετικά σημεία της. Η γεωπολιτική αστάθεια, οι προκλήσεις σε επίπεδο οικονομίας, η κλιματική αλλαγή και οι ανησυχίες περί υπερτουρισμού, παρότι προκάλεσαν επιμέρους αλλαγές ταξιδιωτικής συμπεριφοράς, δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τον Ελληνικό τουρισμό να φτάσει σχεδόν τα 33,8 εκατ. τουρίστες το 10μηνο του 2024, ενώ και οι προκρατήσεις για το 2025 –με χαρακτηριστικά value now- προχωρούν με πολύ θετικούς ρυθμούς, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζουν οι μεγάλοι τουρ οπερέιτορ.

Μια πρώτη ένδειξη για το 2025, όπου αναμένεται να συνεχίσει να κυριαρχεί η νέα καταναλωτική τάση, προκύπτει από τις προγραμματισμένες αεροπορικές θέσεις για το χειμώνα, περίοδος με την οποία συμπίμπτει το φάσμα των δύο ερευνών της McKinsey. Τα νεότερα στοιχεία του Airdata Tracker του ΙΝΣΕΤΕ δείχνουν ότι οι προγραμματισμένες αεροπορικές θέσεις για τη χειμερινή περίοδο 2024/2025 στη χώρα μας, οι οποίες πάντα ανταποκρίνονται στη ζήτηση, παρουσιάζουν αύξηση 16,4% από πέρυσι και διαμορφώνονται σε 5,6 εκατ.

Όπως προκύπτει από στοιχεία της εταιρίας αεροπορικών αναλύσεων Cirium, οι απευθείας πτήσεις από το εξωτερικό με προορισμό 8 μεγάλα αεροδρόμια της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Ρόδος, Κέρκυρα, Κως, Μύκονος, Σαντορίνη) παρουσιάζουν το 2025 αύξηση 6,7% έναντι του 2024 και διαμορφώνονται σε 242.349 από 227.004 πέρυσι. Συνολικά στα αεροδρόμια αυτά έχουν προστεθεί, δηλαδή, 15.345 νέες πτήσεις.

Άλλη μία συνιστώσα για ένα θετικό 2025 είναι το γεγονός ότι οι μεγάλες αγορές –με χαρακτηριστικά «value now»- συνεχίζουν να τοποθετούν την Ελλάδα στις πρώτες επιλογές προορισμού διακοπών. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) - βασίζεται σε έρευνα που διενεργήθηκε από την εταιρεία GWI και αφορά ευρήματα για το επόμενο 12μηνο- η Ελλάδα παραμένει και το 2025 στην ίδια θέση κατάταξης των προτιμώμενων προορισμών για Γερμανούς και Γάλλους, στην 3η και 4η θέση αντίστοιχα, ενώ στην περίπτωση των Βρετανών συγκαταλέγεται επίσης στους 5 κορυφαίους, και ειδικότερα στην 5η θέση, έχοντας ωστόσο υποχωρήσει κατά δύο θέσεις. Οι τρεις αυτές χώρες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, εισέφεραν το 2023 το 42% των συνολικών εισπράξεων του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα.

Facebook Twitter Linkedin

διαβάστε ακόμα

δημοφιλέστερα