Η Λαϊκή (Κεντρική) Τράπεζα της Κίνας αναμένεται να μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων διάρκειας έως ενός έτους, υπό του ισχύοντος 1,5%, για πρώτη φορά κατά την τελευταία τετραετία, με στόχο την αύξηση της πιστωτικής ικανότητας προς επιχειρήσεις, η δραστηριότητα των οποίων έχει πληγεί από τον κορωνοϊό. Εν λόγω απόφαση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διαμόρφωση των βασικών οικονομικών μεγεθών, συμπεριλαμβανόμενων των δεικτών βιομηχανικής παραγωγής και επενδύσεων παγίων κεφαλαίου, που πρόκειται να ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα.
Το βασικό επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας για δάνεια ενός έτους έχει μειωθεί κατά 26 μονάδες βάσης, από τον Αύγουστο 2019, και ανέρχεται σε 4,05% τον Φεβρουάριο 2020. Σε συνδυασμό με την καταγραφόμενη μείωση της αποταμίευσης και την αυξητική τάση του επιτοκίου καταθέσεων, έχει περιοριστεί η κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών λόγω της συρρίκνωσης της διαφοράς των βασικών επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού (spread). Αναλυτές επισημαίνουν ότι η μείωση του επιτοκίου καταθέσεων είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθούν σημαντικές περικοπές στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών, λόγω του κορωνοϊού, κατά το επόμενο δίμηνο.
Παράλληλα, σε συνέχεια κεντρικών κατευθύνσεων, οι εμπορικές τράπεζες συνεργάζονται στενά με τις επαρχίες των πληγεισών περιοχών για την ανάταση της τοπικής βιομηχανικής δραστηριότητας σε τομείς βασικών, αλλά και ευρύτερων, αναγκών. Κεντρικούς άξονες του σχεδιασμού συνιστούν η αναδιάρθρωση της βιομηχανικής παραγωγής προς είδη υγειονομικής φύσης, η διευρυμένη ενίσχυση των προμηθευτών εν λόγω επιχειρήσεων και ο δέσμευση πόρων για την αποκλειστική υποστήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων, βασικών-κρίκων της αλυσίδας εφοδιασμού.
Το γενικό επίπεδο των τιμών παραμένει σχετικά σταθερό κατά την πρόσφατη περίοδο, λόγω των αυξημένων κυβερνητικών μέτρων για την επαναλειτουργία των παραγωγικών επιχειρήσεων και την αδειάλειπτη τροφοδότηση της αγοράς. Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 5,2% τον Φεβρουάριο, έναντι Φεβρουαρίου 2019, με τις τιμές των τροφίμων να αναλογούν στο 21,9% της αύξησης, κυρίως λόγω των διακοπών στην τροφοδοσία και του αυξημένου κόστους εργασίας της πρόσφατης περιόδου. Ο δομικός πληθωρισμός (δείκτης τιμών καταναλωτή, εξαιρουμένων των ενεργειακών αγαθών και των τροφίμων) αυξήθηκε 1% κατά την ίδια περίοδο.